λουλουδάκι

λουλουδάκι
τό
1) цветочек;

λουλουδάκι του αγίου Γεωργίου — ромашка;

2) перен. распутник, развратник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λουλουδάκι" в других словарях:

  • λουλουδάκι — το μικρό λουλούδι, ανθάκι …   Dictionary of Greek

  • λουλουδάκι — το το μικρό λουλούδι, ανθάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθούλι — κ. αθούλι, το 1. το λουλουδάκι 2. το άνθος της κολοκυθιάς πριν ανοίξει τα πέταλά του 3. εξάνθημα, κυρίως των μικρών παιδιών 4. πληθ. λευκά στίγματα στην επιφάνεια του κρασιού μόλις αρχίζει να μετατρέπεται σε ξίδι 5. πληθ. μικρά μόρια ρετσινιού… …   Dictionary of Greek

  • ζωχάρι — το το ποώδες φυτό θρίδαξ η φαρμακώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αραβ. zuhayr «λουλουδάκι»] …   Dictionary of Greek

  • σιληνή — (σιληνή ή κρεμοκλαδής). Μονοετής πόα της οικογένειας των Καρυοφυλλιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Κρήτη και στις Μεσογειακές χώρες. Έχει βλαστούς χνουδωτούς, κατακείμενους με πυκνές διακλαδώσεις τα κατώτερα φύλλα είναι σπαθοειδώς αντωοειδή, τα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»